x 
Καλάθι - 0,00 €

Καλάθι

Το καλάθι σας είναι άδειο.

Κυπριακό: Για ποιο λόγο η υποχωρητικότητα είναι η χειρότερη στρατηγική

| Επικαιρότητα

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ ΕΔΩ

ΣΤΕΙΛΤΕ ΜΗΝΥΜΑ

Οι συνομιλίες στο Κυπριακό, συνεχίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η τουρκική πλευρά επέμενε σε μία λύση ομοσπονδίας, στην οποία θα υπάρχουν δύο ισότιμα συνιδρυτικά κράτη. Η εξουσία του ομόσπονδου κράτους θα πήγαζε από τα συνιστώντα κράτη και η ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης και απόκτησης περιουσίας θα είχε φυλετικούς περιορισμούς.

Κάτω από την πίεση της κατοχής και χάριν μιας γρήγορης και βιώσιμης λύσης, η Ελληνική πλευρά είχε προβεί σε σημαντικές υποχωρήσεις με στόχο να κατευνάσει την Τουρκία, ώστε να αποδεχθεί μια «ειρηνική, δίκαιη, και βιώσιμη» λύση. Βασικότερη των υποχωρήσεων ήταν, η αποδοχή της Δικοινοτικής-όχι Διζωνικής-Ομοσπονδίας έως βάση συζήτησης, με τις συνομιλίες Μακαρίου- Denktaş το 1977 και Κυπριανού- Denktaş το 1979.  

Μετά από ακόμη ένα γύρο άκαρπων συνομιλιών τον Μάιο του 1983 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 37/253, ζητώντας την άμεση αποχώρηση όλων των στρατευμάτων κατοχής, το οποίο «επιβεβαιώνει την αρχή του απαραδέκτου κατοχής και απόκτησης εδάφους με τη βία».   Σε απάντηση, τον Νοέμβριο του 1983, η Τουρκία προχώρησε στην ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους.

Η αναγνώριση ή μη ενός κράτους είναι μια πράξη περισσότερο πολιτική παρά νομική , η οποία εντούτοις νομοτελειακά πρέπει να περιβάλλεται από τον μανδύα της νομιμότητας. Καινούρια κράτη δεν μπορούν να δημιουργηθούν σαν απότοκο της χρήσης βίας. Στην περίπτωση της Κύπρου, η Τουρκία το 1983 όταν απέτυχαν οι συνομιλίες, στα πλαίσια της ηγεμονικής συμπεριφορά της, άσκησε την στρατηγική του πειθαναγκασμού για να επιτύχει την παρθενογένεση Τ/Κ κράτους στα κατεχόμενα και να το καταστήσει ισότιμο συστατικό μέλος μίας νέας ομόσπονδης Κύπρου. Η Τουρκία ασκώντας επιθετική στρατηγική, με την ισχύ των όπλων και την ανοχή της διεθνούς κοινότητας, δημιουργεί μια νέα de facto κατάσταση, επιβάλλοντας μονομερώς την δική της παράνομη λύση.



Ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα περιορίζονται σε ψηφίσματα και φραστικές καταδίκες. Η απροθυμία της Ανατολής και Δύσης να επιβάλουν πραγματικό κόστος στην Τουρκία είναι έκδηλη και έγκειται στα στρατηγικά τους συμφέροντα τα οποία εξαρτώνται από την Τουρκία. Παρόλα αυτά, το ψήφισμα 541/83 του Συμβουλίου Ασφαλείας (του οποίου οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη), επειδή η ανακήρυξη ήταν απότοκο της χρήσης της βίας των όπλων (άρα έγκλημα πολέμου), καταδίκασε την ανακήρυξη σαν νομικά άκυρη και μη γενόμενη. Κάλεσε «όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία» .

Αυτό επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά την διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, σαν το μόνο κυρίαρχο κράτος επί του συνόλου των εδαφών της, κατεχομένων και ελεύθερων, με ή χωρίς τους Τ/Κ στην διακυβέρνηση και ανεξάρτητα από τις δεσμεύσεις, αγκυλώσεις ή συνημμένες συνθήκες του συντάγματος του 1960. Δηλαδή, επαναβεβαιώνεται, όπως το 1964 και το 1974 με ανάλογα ψηφίσματα, η κυριαρχία της Κυπριακή Δημοκρατίας, όχι στην βάση του Συντάγματος του 1960, αλλά στην βάση της αναγνώρισης που λαμβάνει από το διεθνές σύστημα, σαν το μόνο κυρίαρχο κράτος σε όλο νησί.


Αυτήν την κυριαρχία και νομιμότατα αντιμάχεται και απαξιά τόσο η Τουρκία όσο και η Τ/Κ ηγεσία. Μία ηγεσία η οποία ηγείται ενός αποσχιστικού κράτους, το οποίο έχει κριθεί από την διεθνή κοινότατα έως κράτος μαριονέτα της κατοχικής Τουρκίας. Ο αποσχισμός είναι έγκλημα πολέμου. Η Ισπανία εξέδωσε και εκτέλεσε Ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης για την νόμιμα εκλεγμένη Καταλανική τοπική κυβέρνηση, για το έγκλημα του αποσχισμού, επειδή σχεδίαζαν να προβούν σε δημοψήφισμα, για να αποφασίσουν οι Καταλανοί εάν ήθελαν ανεξαρτησία ή όχι.  Η Κυπριακή Δημοκρατία ακολουθώντας την στρατηγική της υποχοριτικότιτας και του κατευνασμού της Τουρκίας, αντί να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ισπανίας, κάθετε στο ίδιο τραπέζι με τους αποσχιστές για να συζητήσει μαζί τους.


Κατά τον καθηγητή διεθνών σχέσεων Η. Κουσκουβέλη, η υποχωρητικότητα είναι η χειρότερη στρατηγική που μπορεί να επιλέξει ένα κράτος. Δεν ταυτίζεται, όπως ορισμένοι θέλουν να ισχυρίζονται, με τον Ρεαλισμό. Οφείλεται στο ότι τα κράτη δεν έχουν λάβει, εκ των προτέρων, τα απαραίτητα μέτρα. Ο κατευνασμός είναι η υποχώρηση στις όποιες απαιτήσεις του ισχυρού (πολιτικές, οικονομικές, εδαφικές) με την ελπίδα ότι αυτό θα μειώσει την ανασφάλεια του και δεν θα εντείνει την επιθετικότητά του .

« Ο κατευνασμός μπορεί να μειώσει τις πιέσεις από έναν επίφοβο εχθρό, αλλά αυτό έχει μόνο την αξία της πίστωσης χρόνου και δεν συνιστά οριστική λύση.» (Κουσκουβέλης, 2007, p. 206).

Ο λόγος είναι ότι: α) οι υποχωρήσεις του αδύναμου αυξάνουν την

ισχύ του ισχυρού, β) τα κράτη είναι αδηφάγα, δεν ξέρουν πόση ισχύ χρειάζονται για να νιώθουν ασφαλή. Οι ισχυροί θα συνεχίζουν να μεγιστοποιούν την ισχύ τους, όσο το κέρδος τους είναι μεγαλύτερο από το κόστος.

Αντώνης Κ. Σιβιτανίδης, M.Sc., B.Sc.

Μέλος Εκτελεστικού Γραφείου ΔΗΚΟ

www.sivitanidis.com

 
 


e-genius.gr ...intelligent web software