x 
Καλάθι - 0,00 €

Καλάθι

Το καλάθι σας είναι άδειο.

Bloomberg: Ο Μπάιντεν έκανε κακό στην οικονομία

| Επικαιρότητα

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ ΕΔΩ

ΣΤΕΙΛΤΕ ΜΗΝΥΜΑ

Προς υπεράσπιση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, οι πολιτικές του δεν προκάλεσαν πολλά από τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα του (και ο κόσμος) σήμερα. Τα έκαναν όμως χειρότερα. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι πολιτικές του μπορεί να μειώσουν την ανάπτυξη στο μέλλον και να κάνουν την οικονομία λιγότερο ισορροπημένη και ανθεκτική.

Ο πρόεδρος συνήθως δεν έχει μεγάλο αντίκτυπο στην τρέχουσα οικονομία. Δεν ορίζει τιμές ενέργειας ή περιουσιακών στοιχείων. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση, ωστόσο, έχει υπάρξει ιδιαίτερα παραγωγική όσον αφορά τη χάραξη οικονομικής πολιτικής –  και οι περισσότερες από αυτές τις πολιτικές ήταν κακές για την οικονομία. Μια υγιής οικονομία αναπτύσσεται. Έχει χαμηλό, σταθερό πληθωρισμό, είναι ανθεκτική σε κραδασμούς, είναι σε θέση να δημιουργεί και να προσαρμόζεται στη νέα τεχνολογία, ενώ διατηρεί κάποιο βαθμό ισορροπίας μεταξύ των συστατικών της μερών. Οι πολιτικές του Μπάιντεν υπονομεύουν όλες αυτές τις πτυχές.

Χρήματα από το ελικόπτερο

Ο Μπάιντεν επιμένει ότι η οικονομία είναι ισχυρή και σε κάποιο βαθμό αυτό είναι αλήθεια: η ανεργία είναι χαμηλή και οι ισολογισμοί των νοικοκυριών εξακολουθούν να είναι σε καλή κατάσταση. Ωστόσο ο πληθωρισμός είναι υψηλός, τα στοιχεία του ΑΕΠ είναι αδύναμα, η ύφεση πλησιάζει, οι μισθοί συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό πέφτουν και το ίδιο ισχύει και για το χρηματιστήριο. Ο Μπάιντεν δεν προκάλεσε τον πληθωρισμό – αυτό ήταν αποτέλεσμα των περιορισμών της προσφοράς από την πανδημία, της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και των πακέτων τόνωσης της εποχής Τραμπ. Στη συνέχεια, ωστόσο, καθώς η οικονομία άρχιζε να ανακάμπτει, το Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης του 2021 εμφανίστηκε και έκανε τον πληθωρισμό ακόμη χειρότερο.

 Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ήταν πολύ μεγάλο και μπορεί να έχει προσθέσει από 2 έως 4 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό. Πέρα από τα τρισεκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες βοήθειας από την προηγούμενη κυβέρνηση, το American Rescue Plan ήταν υπερβολικό, εν μέρει, επειδή παρείχε γενναιόδωρες παροχές σε οικογένειες που δεν τις χρειάζονταν – οικογένειες της μεσαίας και ανώτερης μεσαίας τάξης, με εξαψήφιο ετήσιο εισόδημα, έλαβαν επιταγές. Αυτό μπορεί να ήταν πολιτικά δημοφιλές εκείνη την εποχή, ωστόσο ο πληθωρισμός που προκάλεσε είναι πιο δύσκολος σήμερα για τους χαμηλού εισοδήματος πολίτες, οι οποίοι είναι πιο ευαίσθητοι στην αύξηση των τιμών και θα υποστούν μεγαλύτερη ζημία κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε ύφεσης προκληθεί από τις προσπάθειες καταπολέμησης του πληθωρισμού.

 

Ο Μπάιντεν δεν ευθύνεται ούτε για τις υψηλές τιμές της ενέργειας, οι οποίες άρχισαν να αυξάνονται καθώς βγαίναμε από την πανδημία και στη συνέχεια αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο η ρητορική του κατά των πετρελαϊκών εταιρειών – αναστολή των μισθώσεων δημόσιας γης, υπόσχεση εξάλειψης της χρήσης ορυκτών καυσίμων και έκκληση στις εταιρείες πετρελαίου να πληρώνουν περισσότερα για κεφάλαιο – μείωσε το κίνητρό τους να επενδύσουν σε νέα παραγωγή. Επίσης, ο πρόεδρος ματαίωσε τον αγωγό Keystone XL από τον Καναδά, ο οποίος είχε προγραμματιστεί να είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του 2023. Όλα αυτά μεταφράζονται τώρα σε λιγότερες πηγές ενέργειας και λιγότερη ανθεκτικότητα στους διεθνείς κλυδωνισμούς τιμών.

 

 

 

Λάθος μείγμα

Το επόμενο, και υποτίθεται καλύτερο, νομοθετικό επίτευγμα του Μπάιντεν ήταν το νομοσχέδιο για τις υποδομές, ύψους 550 δισεκατομμυρίων δολαρίων, του 2021. Και υπάρχουν πράγματι πτυχές του οι οποίες είναι καλές για την οικονομία: οι βελτιώσεις σε λιμάνια και δρόμους, η δημιουργία πυλώνων ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή και η επέκταση της πρόσβασης σε διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας είναι όλα συνταγές επιτυχίας. Το πώς όμως θα εξελιχθεί η εκτέλεση αυτών των στόχων είναι μια σημαντική πηγή ανησυχίας.

Για παράδειγμα, το νομοσχέδιο διασφαλίζει ότι όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις εργασίας θα πηγαίνουν σε συνδικαλισμένους εργαζόμενους. Από θέση αρχής, δεν υπάρχει τίποτε κακό με την πρόσληψη συνδικαλισμένων εργαζομένων. Όταν ωστόσο τα δημόσια έργα δίνουν στα συνδικάτα το μονοπώλιο, το κόστος αυξάνεται και τα χρονοδιαγράμματα καθυστερούν κατά αρκετά χρόνια. Μια πιο ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών για εργασία θα αύξανε τις πιθανότητες τα έργα να πάνε καλά και να μην κοστίσουν επιπλέον χρήματα στους φορολογούμενους.

 

Συνολικά, έχει δοθεί ελάχιστη, έως καθόλου, προσοχή στον έλεγχο του κόστους. Το νομοσχέδιο περιέχει επίσης πολλά χρήματα για έργα “πολιτικής εύνοιας”, όπως οι αγαπημένοι της κυβέρνησής του επιβατικοί σιδηρόδρομοι και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Οι επενδύσεις στην οικονομία μπορούν να αποδώσουν, όπως όμως και κάθε άλλη επένδυση πρέπει να είναι καλά στοχευμένες και όχι υπερβολικά δαπανηρές, διαφορετικά απλώς αυξάνουν το έλλειμμα χωρίς να δημιουργούν μεγάλη ανάπτυξη. Και το μεγαλύτερο χρέος κάνει την οικονομία λιγότερο ανθεκτική, επειδή τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν ότι θα υπάρχει λιγότερος χώρος για δαπάνες στο μέλλον, όταν θα τις χρειαζόμαστε πραγματικά.

Ο φετινός νόμος CHIPS ύψους 280 δισεκατομμυρίων δολαρίων πάσχει από πολλά από τα ίδια προβλήματα με εκείνον για τις υποδομές. Στοχεύει στην αύξηση της παραγωγής αμερικανικών τσιπ (ημιαγωγών) μνήμης, τα οποία είναι κρίσιμα για την οικονομία. Η χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας είναι μεγάλη και θεωρητικά, το νομοσχέδιο στοχεύει να κάνει την οικονομία πιο ανθεκτική αναζωογονώντας την παραγωγή ενός σημαντικού αγαθού. Όμως, οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό για να φτιάξουν τα τσιπ που χρειάζονται.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το ένστικτο της εκπόνησης βιομηχανικής πολιτικής η οποία τείνει να κάνει την εγχώρια βιομηχανία λιγότερο ανταγωνιστική, να αποστερεί από τους εγχώριους παραγωγούς ποιοτικές εισροές από το εξωτερικό και να κάνει τα αγαθά πιο ακριβά.

Δημιουργεί επίσης περισσότερες στρεβλώσεις στην οικονομία με δαπάνες σε ευνοούμενους κλάδους. Και πάλι, το νομοσχέδιο ευνοεί τους πιο ακριβούς συνδικαλισμένους εργαζομένους, οι οποίοι δεν έχουν καλό ιστορικό στο να “αγκαλιάζουν” τη νέα τεχνολογία. Η καινοτομία και η ικανότητα προσαρμογής στη νέα τεχνολογία είναι ζωτικής σημασίας για μια υγιή οικονομία. Η βιομηχανική πολιτική είναι δελεαστική γιατί μπορεί κανείς να κατευθύνει χρήματα σε τομείς οι οποίοι φαίνεται να υπόσχονται ανάπτυξη. Ακόμη ωστόσο κι αν η διαδικασία δεν αλλοιωθεί ποτέ (κάτι που συμβαίνει συχνά), η επιλογή των νικητών είναι εξαιρετικά δύσκολη χωρίς πειθαρχία με όρους αγοράς.

Περαιτέρω, οι διατάξεις “Buy American” των νομοθετημάτων Μπάιντεν και οι νέες εμπορικές κυρώσεις στοχεύουν στη μείωση του εμπορίου. Ωστόσο, το εμπόριο ήταν μια από τις μεγαλύτερες αποπληθωριστικές δυνάμεις τα τελευταία 30 χρόνια. Η ανθεκτικότητα δεν προέρχεται από την εγχώρια παραγωγή, προέρχεται από τη διαφοροποίηση – που σημαίνει, πολλές πηγές τσιπ υπολογιστών από μια παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά.

Ο Νόμος του 2022 για τη Μείωση του Πληθωρισμού ισχυρίστηκε τουλάχιστον ότι αντιμετωπίζει τον πληθωρισμό, αν και μεγάλο μέρος του νομοσχεδίου αφιερώνεται στις δαπάνες, κάτι που είναι εξ ορισμού κακό για τον πληθωρισμό. Η ελπίδα είναι ότι θα μειώσει τον πληθωρισμό στο μέλλον μειώνοντας το έλλειμμα την επόμενη δεκαετία. Όμως, μέσα σε εβδομάδες από την ψήφισή του, οποιαδήποτε πιθανή μείωση του ελλείμματος αναιρέθηκε με το εκτελεστικό διάταγμα για την διαγραφή των φοιτητικών δανείων.

Το πράγμα γίνεται και χειρότερο. Το Υπουργείο Εργασίας του Μπάιντεν προσπαθεί να καταστήσει δυσκολότερη την πρόσληψη εργαζομένων με συμβάσεις έργου ή ορισμένου χρόνου. Οι συγκεκριμένες θέσεις εργασίας αποτελούν σημαντική πηγή συμπληρωματικού εισοδήματος και ευελιξίας για πολλές οικογένειες. Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε επίσης να διατηρήσει δικαιώματα όπως η Κοινωνική Ασφάλιση σε μια μη βιώσιμη πορεία, διατήρησε τους δασμούς της εποχής Τραμπ και δεν έχει θέσει ως προτεραιότητα την άρση των καθυστερήσεων όσον αφορά τη νόμιμη μετανάστευση στις ΗΠΑ (στις οποίες οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της έλλειψης εργατικού δυναμικού).

Εμπόδιο

Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να ειπωθεί για την οικονομική στρατηγική του Μπάιντεν είναι ότι οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν ιδιαίτερα καλύτερες ιδέες. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, χρειαζόμαστε πολιτικές οι οποίες να αποκαθιστούν τον δυναμισμό και την ανάπτυξη στην οικονομία αντί να ρίχνουνε με το φτυάρι χρήματα σε αγαπημένα μας πρότζεκτ και πολιτικά ευνοούμενους τομείς της οικονομίας.

Τα γεγονότα στο Ηνωμένο Βασίλειο καταδεικνύουν ότι οι προηγμένες οικονομίες έχουν όντως ένα όριο στο πόσα μπορούν να ξοδέψουν, ειδικά σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού όπου υπάρχουν λιγότεροι ξένοι αγοραστές του χρέους μας. Η ανθεκτικότητα και η ανάπτυξη είναι εκείνα που χρειάζεται η οικονομία για να μειώσει τον πληθωρισμό και να φέρει περισσότερη ευημερία – και αυτό απαιτεί μια λειτουργική αγορά που να μπορεί να κατανέμει τον κίνδυνο και ένα εμπόριο όσο το δυνατόν πιο ελεύθερα. Οι πολιτικές του Μπάιντεν δεν το επιτυγχάνουν, αντίθετα στέκονται εμπόδιο.

Πηγή: Bloomberg

TAGS: ΗΠΑ


e-genius.gr ...intelligent web software