Στον τρόπο που αντιμετωπίζει η Ρωσική Εκκλησία τον πόλεμο στην Ουκρανία, αναφέρθηκε ο Ιερομόναχος Μακάριος Μάρκις.
Όπως εξηγεί, έλαβε τις προάλλες ένα γράμμα από παλιό του γνωστό στις Ηνωμένες Πολιτείες, που ζει σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία τρεις ώρες οδήγησης μακριά από την πλησιέστερη μεγάλη πόλη της Πολιτείας του. Στο γράμμα του απορούσε και καταδίκαζε:
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η Ρωσική Εκκλησία δεν τάσσεται κατά του πολέμου στην Ουκρανία. Δεν εννοώ φυσικά γιατί δεν υποκινεί μια εξέγερση ή δημόσιες αντιπαραθέσεις. Δεν είναι αυτός ο ρόλος της Εκκλησίας. Κι εγώ παρακολουθώ τα γεγονότα όχι από τα δυτικά ΜΜΕ και είμαι καλά ενήμερος για τις βαναυσότητες και τη βία από ουκρανικής πλευράς, για τα βασανιστήρια, τους αμάχους ως “ζωντανές ασπίδες” κ.ο.κ. Όμως πρόκειται για πόλεμο: a-la guerre comme a-la guerre. Έναν πόλεμο, που άρχισαν οι Ρώσοι, επιτιθέμενοι στην Ουκρανία.
Η Ρωσική Εκκλησία δεν εξαρτάται από το κράτος και δεν οφείλει τίποτε στο κράτος. Σε πολλές περιπτώσεις εκφράζει ανοιχτά τη διαφωνία της με την κρατική πολιτική, για παράδειγμα, στο θέμα των αμβλώσεων. Στο κοινωνικό δόγμα της Εκκλησίας υπάρχει ακόμη και η δυνατότητα της ανυπακοής των πολιτών στην εξουσία. Και παρ’ όλ’ αυτά δεν βλέπω ούτε ένα δείγμα καταδίκης του πολέμου από την πλευρά της Εκκλησίας…».
Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για να απαντήσω: ό,τι μοιάζει ασαφές σ’ έναν κάτοικο πέραν του ωκεανού, είναι σαφέστερο του σαφούς για τον κάτοικο της Ρωσίας. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι θα ήταν ωφέλιμο να μοιραστώ τις πληροφορίες αυτές και με όσους έχουν τις ίδιες απορίες. Ιδού τι απάντησα στον γνωστό μου:
Πρώτο και βασικότερο όλων: Η Ρωσική Εκκλησία καταδικάζει τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως και κάθε άλλο πόλεμο. Δυστυχώς οι πηγές από τις ενημερώνεστε για τα γεγονότα, δεν μεταδίδουν ότι το ποίμνιο και ο κλήρος της Ρωσικής Εκκλησίας, ανάμεσά τους κι εγώ, καθημερινά και αδιάκοπα, στους ναούς και στα σπίτια μας, προσευχόμαστε για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, για ειρήνη και αδερφοσύνη ανάμεσα στους λαούς μας. Αν είχατε έστω και μία φορά διαβάσει το κείμενο αυτής της προσευχής, θα παύατε να υποστηρίζετε τον ισχυρισμό ότι η Εκκλησία δεν είναι αντίθετη με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Θα μπορούσα ακόμη και σε αυτό το σημείο να βάλω τελεία… Όμως συνεχίζω το γράμμα μου και σας απαντώ στο ερώτημα, που προφανώς σας απασχολεί, αλλά δεν το διατυπώσατε: γιατί η Εκκλησία δεν προβάλλει την απαίτηση να αποχωρήσουν τα στρατεύματα, να γίνει κατάπαυση του πυρός, να απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι, να καταβληθούν αποζημιώσεις κ.ο.κ. Με άλλα λόγια γιατί δεν εμποδίζει την κρατική εξουσία και τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων να ασκήσουν το έργο, το οποίο τους έχει ανατεθεί από τον λαό, που τους εξέλεξε. Για να σας απαντήσω ως προς αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε την ουσία αυτού του έργου, που είναι μεταξύ άλλων η άσκηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της χώρας.
Είναι παρήγορο ότι παρακολουθείτε την εξέλιξη του πολέμου «όχι από τα δυτικά ΜΜΕ», διαφορετικά είναι απίθανο να γνωρίζατε έστω και το παραμικρό γι’ αυτόν. Η τελευταία αυτή θερμή φάση του πολέμου διαρκεί μόλις μερικούς μήνες, όμως η ουσία της υπόθεσης απαιτεί προσεκτική εξέταση του παρελθόντος, την οποία δυστυχώς δεν θα τη βρείτε στις περισσότερες, ακόμη και στις πιο καλοπροαίρετες πηγές.
Η σύγχρονη Ουκρανία είναι ένα απολύτως νέο, ανομοιογενές κράτος, το οποίο δημιουργήθηκε εν πολλοίς με τεχνητό τρόπο τη δεκαετία του 1990. Μια μεταφορική, αλλά ακριβής παρατήρηση είναι ότι η απόσταση από τη Μόσχα στο Βλαδιβοστόκ είναι πολύ πιο μικρή σε σχέση με εκείνη από το Λουγκάνσκ της Ανατολικής έως το Λβοφ της Δυτικής Ουκρανίας. Κι αυτό γιατί η Ανατολική Ουκρανία, η οποία έχει κερδίσει εν μέρει την ανεξαρτησία της από το καθεστώς του Κιέβου, ως προς τη σύνθεση, τη γλώσσα και τον πολιτισμό είναι πολύ πιο ρωσική, παρά ουκρανική, ενώ η δυτική Ουκρανία με κέντρο το Λβοφ, ποτέ δεν ήταν ρωσική μέχρι το 1939, όταν ο Ρώσος εμιγκρές φιλόσοφος Θ.Στεπούν έγραφε προφητικά ότι «η αναβίωση του εθνικιστικού πάθους στη σημερινή Ευρώπη είναι τόσο αποκρουστική, ώστε θα θέλαμε να προφυλάξουμε τη Ρωσία μας από αυτόν».
Στις 22 Φεβρουαρίου 2014 στην Ουκρανία με δραστήρια συμμετοχή εξτρεμιστών-εθνικιστών συνέβη βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης και σκοτώθηκαν περισσότεροι από εκατό άνθρωποι. Τα ένοπλα τάγματα των εθνικιστών απέκτησαν εν συνεχεία σε ολόκληρη τη χώρα νόμιμα δικαιώματα και ξεκίνησε η τελευταία φάση της διαδικασίας, τα αποτελέσματα της οποίας βλέπουμε σήμερα.
Η κληρονομημένη από τον Χίτλερ «έκρηξη των εθνικιστικών παθών» έθιξε πρωτίστως το δικαίωμα των πολιτών της Ουκρανίας να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα στο δημόσιο χώρο (κυρίως τη ρωσική, αλλά επίσης και την ουγγρική, την ελληνική, τη βουλγαρική, την ελληνική κ.ο.κ.), όπως και να διδάσκουν τα παιδιά τους σε αυτήν (οριστικά το δικαίωμα αυτό αφαιρέθηκε το 2019).
Κομβική τραγωδία αποτέλεσε η δολοφονία ειρηνικών διαδηλωτών από εθνικιστές στην Οδησσό το 2014. Η τηλεόραση έδειξε πώς δεκάδες άνθρωποι περικυκλώθηκαν στο κτίριο του Μεγάρου των Συνδικάτων και κάηκαν ζωντανοί. Στη συνέχεια το κτίριο καταλήφθηκε και όσοι δεν είχαν καεί από την πυρκαγιά υπέστησαν βασανιστήρια και πρωτοφανή βία, δολοφονήθηκαν με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο, ακόμη κι όταν προσπαθούσαν να σωθούν πηδώντας από τα παράθυρα. Οι ένοχοι έως και σήμερα δεν έχουν υποστεί οποιαδήποτε τιμωρία.
Κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών στο έδαφος των Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ δεν σταμάτησε η ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς του Κιέβου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ οι απώλειες μεταξύ των αμάχων σ’ αυτές τις περιοχές ήταν περισσότεροι από 3.300 νεκροί και έως 9.000 τραυματίες. Κατά τις ένοπλες συγκρούσεις σκοτώθηκαν περίπου 10.000 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περί τις 24.000. Ο αριθμός των προσφύγων από την περιοχή έως τον Φεβρουάριο του 2022 έφτασε περίπου το 1,3 εκ. ανθρώπους.
Η σύγκρουση αυτή χαρακτηρίστηκε από μια αλυσίδα εγκλημάτων πολέμου, την ευθύνη για τα οποία έχουν κυρίως τα ένοπλα ουκρανικά εθνικιστικά τάγματα. Στις εκθέσεις του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του ανθρώπου καταγράφονται επανειλημμένα περιστατικά βασανιστηρίων, ληστειών, σεξουαλικής βίας και ταπεινώσεων εις βάρος του αμάχου πληθυσμού, ωστόσο ουδεμία πολιτική αντίδραση σε όλα αυτά δεν επιτράπηκε από τις χώρες της Δύσης.
Τα τελευταία χρόνια ολόπλευρη υποστήριξη από την ουκρανική κυβέρνηση χαίρει η ναζιστική ιδεολογία. Δοξάζονται οι συνεργάτες του Χίτλερ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διοργανώνονται συγκεντρώσεις και λαμπαδηφορίες στη μνήμη τους, διαδίδονται ευρέως τα ναζιστικά σύμβολα. Όλα αυτά τα γεγονότα, όπως και η βίαιη επιβολή της ουκρανικής γλώσσας, δεν επέφεραν ουδεμία επίπτωση για το καθεστώς του Κιέβου από τις «δημοκρατικές χώρες της Δύσης».
Τον Σεπτέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015 στο Μινσκ υπεγράφησαν συμφωνίες μεταξύ εκπροσώπων της Ουκρανίας και των Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ. Οι συμφωνίες αυτές, ωστόσο, δεν τηρήθηκαν από το καθεστώς του Κιέβου. Η κατάπαυση του πυρός τακτικά παραβιαζόταν από ουκρανικής πλευράς. Τα πυρά εναντίον των πόλεων των Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ ήταν σχεδόν καθημερινά, σκοτώνονταν και τραυματίζονταν άμαχοι, καταστρέφονταν αστικές υποδομές. Πολύ περισσότερο σε συνέντευξή του στους Financial Times στις 26 Απριλίου 2021 ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι δήλωση ότι η Ουκρανία δεν πρόκειται να εφαρμόσει τις συμφωνίες του Μινσκ.
Κατά τη διάρκεια του 2021 και τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2022 η ένταση των πυρών εναντίον του εδάφους των Δημοκρατιών Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ αυξανόταν σταθερά. Οι διεθνείς παρατηρητές κατέγραφαν πολυάριθμα περιστατικά χτυπημάτων με πυραύλους και οβίδες πυροβολικού από πλευράς της Ουκρανίας σε σχολεία, επιχειρήσεις και κατοικίες. Μόνο στις 18 Φεβρουαρίου, μία εβδομάδα πριν την έναρξη της πολεμικής επιχείρησης των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων καταγράφηκαν 975 παραβιάσεις της κατάπαυσης του πυρός στην περιφέρεια του Λουγκάνσκ και 591 στην περιφέρεια του Ντονιέτσκ.
Ακόμη και μια τόσο επιφανειακή ανασκόπηση των γεγονότων του πρόσφατου παρελθόντος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε σαφές συμπέρασμα σχετικά με την υπόθεση, που τώρα φέρει σε πέρας η Ρωσία και οι ένοπλες δυνάμεις της. Εάν υπήρχε έστω και η παραμικρή δυνατότητα, πράγμα πολύ αμφίβολο, θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί η πολεμική επιχείρηση, η οποία και οφείλει άμεσα να ολοκληρωθεί, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες. Ωστόσο σήμερα αυτή μοιάζει αναγκαία για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, που διαρκεί από το 2014 και την αποκατάσταση της οριστικής ειρήνης, την οποία με ειλικρίνεια επιδιώκει η Ρωσική Εκκλησία μαζί με όλους τους έντιμους, απλούς ανθρώπους του πλανήτη.