Μεγάλη Παρασκευή - Ο σπαραγμός της Παναγίας

«Άρκοντες αφικράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον, πώς κλαίει τον μονογενή εις τον Σταυρόν εκείνον.
Αδέ μαντάτο σκοτεινόν και μέρα λυπημένη που ήρτε σήμερον σ’ εμέ, την πολοπικραμένη.
Που πιάσαν τον Υιούλην μου κι έμεινα ορφανεμένη κι ο κόσμος κλαίει ουρανέ κι η γη σκοτεινασμένη.
Ο ήλιος εσκοτίστηκεν κι όλον το φως εχάθη και το φεγγάριν τ’ ουρανού κατά πολλά επικράνθη.
Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραϊστείτε και ποταμοί στραγγίσετε και δένδρα μαραθείτε».
Και βεβαίως αυτή η φωνή. Η δωρική. Η απέριττη. Η μεστή. Η πανάρχαια. Αυτή η σκληράδα του ήχου της Δόμνας Σαμίου που πελεκίζει τα φωνήεντα και τα αναστυλώνει σε έναν πειθαρχημένο σπαρτιάτικο ρυθμό.
Αν κλείσεις τα μάτια του και απελευθερώσεις το μυαλό σου είναι λες και ακούς κάποιον μοναχικό γέροντα να ντοπιολαλεί τραγουδιστά στην ορεινή Σαρδηνία και να τον σιγοντάρει ένας συνομήλικος του αλλά και σε κάποια βουνοκορφή των Λευκών Ορέων στην Κρήτη, είτε σε κάποια γκρέμια στα απάτητα βουνά της Κορσικής. Το μοιρολόγια σε αυτήν τη βασανισμένη Μεσόγειο, τα μοιρολόγια της Μάνας για τον χαμένο της το «Υιούλη» είτε αυτή είναι η Παναγιά είτε ή κυρά Πολυξένη από τα οροπέδια της Καππαδοκίας, έχουν πάντα το ίδιο άκουσμα. Μπορεί να αλλάζουν φωνητικά οι λέξεις. Ο σπαραγμός είναι πάντα ο ίδιος. Όπως και το νόημα. Είναι σαν την γεύση του αίματος. Είναι παντού η ίδια.